- οἰνοφλυγίαν
- οἰνοφλυγίᾱν , οἰνοφλυγίαdrunkennessfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
винопьяньство — ВИНОПЬ˫АНЬСТВ|О (1*), А с. Неумеренное потребление вина, пьянство: ѡ(т) Диѡса бо ѡтроковиць тлѣниѥ и прелюбодѣ˫аниѥ... ѡ(т) Диѡноуса винопь˫аньство (τὴν οἰνοφλυγίαν) ГА XIII XIV, 40б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οινοβαρής — ές (Α οἰνοβαρής, ές) αυτός που έχει πιει πολύ κρασί, μεθυσμένος, πιωμένος («πρῶτον αὐτὸν οἰνοβαρῆ προσείρηκεν, ὡς μάλιστα τῶν νοσημάτων τὴν οἰνοφλυγίαν προβαλλόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + βαρής (< βάρος), πρβλ. φλοιο βαρής] … Dictionary of Greek